βολτάζ

βολτάζ
το
(λ. γαλλ.), η τάση ενός ηλεκτρικού κυκλώματος: Τα κυκλώματα της τηλεόρασης έχουν υψηλό βολτάζ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”